Η Κύπρος ήταν και παραμένει νησί με βαθιές κυνηγετικές ρίζες. Το κυνήγι μεταναστευτικών πουλιών, με ξόβεργα, σφεντόνες, αεροβόλα και αργότερα φλοπέρ, υπήρξε για αιώνες κομμάτι της τοπικής διατροφής και της αγροτικής οικονομίας — μια δραστηριότητα προσβάσιμη ακόμη και σε ηλικιωμένους ή ανθρώπους με κινητικά προβλήματα, αφού δεν απαιτούσε μεγάλες φυσικές αντοχές όπως άλλα είδη κυνηγίου. Αυτή η παράδοση — που σε πολλές περιοχές συνοδευόταν από σεβασμό σε εποχικότητες και τοπικούς κανόνες — είναι αξία που πρέπει να προστατευθεί.


Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια το τοπίο άλλαξε δραματικά: το παραδοσιακό κυνήγι εκφυλίστηκε σε οργανωμένη, βιομηχανοποιημένη παγίδευση πουλιών, με επαγγελματίες παγιδευτές να χρησιμοποιούν δίχτυα (mist nets), και ηχομιμητικές/ηχο-προσελκυστικές συσκευές — με αποτέλεσμα μαζικές και μη-εκλεκτικές συλλήψεις μεταναστευτικών ειδών. Τα τελευταία χρόνια έχουν αναφερθεί εκατοντάδες χιλιάδες πτηνά παγιδευμένα και δολοφονημένα σε ετήσια βάση.

Αυτή η παράνομη αγορά τροφοδοτείται από τη ζήτηση — τόσο τοπική (εστιατόρια πουλάγανε «αμπελοπούλια» ως μαγειρικό προϊόν) όσο και μαύρης αγοράς — με οικονομικά κίνητρα που έκαναν το κυνήγι «εύκολο χρήμα» για οργανωμένα δίκτυα. Το αποτέλεσμα είναι ότι το έγκλημα έγινε προσοδοφόρο και μπήκαν «παίκτες» που δεν ενδιαφέρονται για παράδοση, κυνήγι ή διατροφή — μόνο για κέρδος.

Είναι σημαντικό όμως να ξεκαθαρίσουμε ένα σημείο που συχνά παραλείπεται στις συναισθηματικές συζητήσεις: κάποια από τα είδη που παραδοσιακά κυνηγούνται (π.χ. είδη του γένους Turdus και άλλα κοινά μεταναστευτικά) δεν κατατάσσονται σήμερα ως «άμεσα απειλούμενα» κατά την παγκόσμια αξιολόγηση — όμως αυτό δεν αναιρεί το πρόβλημα της μαζικής, μη-εκλεκτικής εξόντωσης κατά τη διάρκεια μεταναστευτικών ροών, ούτε τον κίνδυνο τοπικών καταπτώσεων πληθυσμών όταν ο ρυθμός εκμετάλλευσης ανεβαίνει.

Σε αυτό το περιβάλλον ανέπτυξαν έντονη δράση διεθνείς και τοπικές ΜΚΟ — οργανώσεις που έφεραν στο φως την έκταση του προβλήματος, δημοσιοποίησαν έρευνες και πίεσαν για εφαρμογή της νομιμότητας. Οι οργανώσεις αυτές έφεραν σημαντική δημοσιότητα και χρηματοδότηση για την καταπολέμηση της παράνομης παγίδευσης· όμως υπάρχει και η άλλη όψη: αρκετοί πολίτες και κυνηγετικές κοινότητες νιώθουν ότι η παρουσία κάποιων ΜΚΟ μετατρέπεται σε «μονοθεματική επίθεση» εναντίον του κυνηγιού συνολικά — και αμφισβητούν αν η δημοσιοποίηση κάποιων στοιχείων συνοδεύτηκε από προτάσεις ρύθμισης που σέβονται την παράδοση και τον νόμιμο κυνηγό. Το ερώτημα που προκύπτει είναι: υπηρετούν οι ΜΚΟ αποκλειστικά την προστασία της φύσης ή, σε κάποιες περιπτώσεις, επιδιώκουν και οικονομικά-δημοσιογραφικά οφέλη μέσω της διαρκούς προβολής; Είναι η δράση του συνυφασμένη με το παράνομο κυνήγι ή με το κυνήγι γενικότερα;

Ταυτόχρονα, υπάρχει και ευθύνη του κράτους: αλλού καταγράφεται μείωση ορισμένων μορφών παγίδευσης χάρη σε ελέγχους και πρόστιμα, αλλού παρατηρούνται κενά στην εφαρμογή, διαχειριστικά ή αρμοδιοτήτων (π.χ. θέματα εντός/εκτός βρετανικών βάσεων), που αφήνουν χώρους δράσης σε οργανωμένα κυκλώματα. Όταν επιβολή του νόμου είναι ανομοιογενής, το έγκλημα ανθίζει.

Στην μέση το Εθνικό ρεζίλη σε Παγκόσμιο επίπεδο

Από την μία η ανικανότητα του κράτους να καταπολεμήσει αποφασιστικά κάθε μορφή λαθροθηρίας συμπεριλαμβανομένης και της μαζικής σύλληψης μεταναστευτικών πουλιών. Από την άλλη η ευκαιρία η οποία δημιουργείτε από ΜΚΟ να χρησιμοποιήσουν αυτή την αδυναμία για να προβάλουν τις δράσεις τους και κάποιες να μαζέψουν χρήματα τα οποία ουδείς γνωρίζει την κατάληξη τους. Μαζί αυτά συμβάλουν για να μεταφέρεται μια πολύ κακή εικόνα για την χώρα μας στο εξωτερικό και παράλληλα να αμαυρώνεται και το όνομα του Κύπριου νομοταγή κυνηγού. Φυσικά θα πρέπει να τα πούμε και αυτά ότι υπάρχουν και αρκετοί οι οποίοι κρύβονται πίσω από αυτό το όνομα για να κάνουν τις δουλειές τους.

Τι προτείνουμε — ρεαλιστικές λύσεις που υπερασπίζονται την παράδοση και το κράτος:

Διαχωρισμός σαφής μεταξύ νόμιμου, παραδοσιακού κυνηγίου και εγκληματικών δικτύων — με άδειες, εποχικά πλαίσια, και επιβολή ταυτότητας στις πρακτικές και τα εργαλεία.

Ενίσχυση τοπικής διαχείρισης: τοπικά συμβούλια κυνηγών + κρατικές υπηρεσίες να συνεργαστούν σε προγράμματα ελέγχου και εκπαίδευσης — έτσι θα μειωθεί και η ένταση με οργανώσεις που σήμερα εμφανίζονται ως «εχθροί».

Εκστρατείες ενημέρωσης για την καταστολή της ζήτησης (καταναλωτές/εστιατόρια) και για να αναδειχθεί η διαφορά νόμιμου-παράνομου.

Θα κλείσω με το αυτονόητο: η Κύπρος δεν χρειάζεται να επιλέξει μεταξύ «παράδοσης» και «περιβάλλοντος». Χρειάζεται κράτος που εφαρμόζει νόμους, κοινότητες που αυτορυθμίζονται και μέτρα που ξεχωρίζουν τον νόμιμο κυνηγό από τον εγκληματία. Μόνο έτσι θα σταματήσει και ο διχασμός — και θα μπει τέλος στην εικόνα ενός τόπου που ταυτίζεται διεθνώς με την παράνομη εξόντωση πουλιών. Η λύση είναι πρακτική, δημοκρατική και υπερασπίζεται και την παράδοση — και το όνομα της πατρίδας μας.